σφεός

σφεός
σφεός, -εή, [dialect] Dor. -εά, -εόν,
A = σφός, σφέτερος, their (own),

σφεὰ δώματα A.R.1.849

; ἴομεν αὖτις ἕκαστοι ἐπὶ σφεά each to his own, ib. 872.
2 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), Alcm.30.
3 his, her,

σφεᾶς ἔειξε χώρας Id.31

; σφ<ε>ὸς ἔσκε πατήρ prob. in Sammelb.7289.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφεός — ή, όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α (κτητ. αντων.) 1. δικός τους 2. δικός σου 3. δικός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς] …   Dictionary of Greek

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”